Σκαλωσιά στα ολλανδικά
Μετάφραση: σκαλωσιά, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
schavot, steiger, stellage, steigers, stellingen, scaffolding
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: σκαλωσιά
σκαλωσιά vygotsky, σκαλωσιά κόστος, σκαλωσιά ενοικίαση, σκαλωσιά μπαλκονιού, σκαλωσιά μάθησης, σκαλωσιά λεξικό γλώσσας ολλανδικά, σκαλωσιά στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- σκαλίζω στα ολλανδικά - uithakken, beeldhouwen, uithouwen, bewerken, bebouwen, kweken, verdiepen in, ...
- σκαλιστήρι στα ολλανδικά - poker, schoffel, spud, schoffelt, Pieper, van Spud
- σκαμνί στα ολλανδικά - taboeret, kruk, ontlasting, krukje, stoel, de ontlasting
- σκαμπό στα ολλανδικά - kruk, taboeret, ontlasting, krukjes, krukken, barkrukken, stoelgang
Τυχαίες λέξεις
Σκαλωσιά στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: schavot, steiger, stellage, steigers, stellingen, scaffolding
Μεταφράσεις: schavot, steiger, stellage, steigers, stellingen, scaffolding