Σκορπίζω στα ολλανδικά

Μετάφραση: σκορπίζω, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
rondstrooien, strooien, uitschudden, schud, schudden, uitkloppen, schud het
Σκορπίζω στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: σκορπίζω

σκουπίζω συνώνυμα, σκορπίζω λεξικό γλώσσας ολλανδικά, σκορπίζω στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • σκοράρω στα ολλανδικά - rancune, wraakzucht, wrok, wraakgierigheid, orkestreren, haatdragendheid, partituur, ...
  • σκορβούτο στα ολλανδικά - scheurbuik, scheurbuik te, van scheurbuik, droge schurftheid, scurvy
  • σκοτίζομαι στα ολλανδικά - verstoren, hinder, belemmeren, hinderen, storen, last, lastig vallen, ...
  • σκοτεινός στα ολλανδικά - stuurs, nacht, vaag, onbepaald, duisternis, vervelend, droefgeestig, ...
Τυχαίες λέξεις
Σκορπίζω στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: rondstrooien, strooien, uitschudden, schud, schudden, uitkloppen, schud het