Σκορπίζω στα πορτογαλικά

Μετάφραση: σκορπίζω, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
desamontoar, amedrontar, espargir, sacuda, sacudir, agitar fora, esvaziar, sacudir a
Σκορπίζω στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: σκορπίζω

σκουπίζω συνώνυμα, σκορπίζω λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, σκορπίζω στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • σκοράρω στα πορτογαλικά - contagem, abrasar, ponto, pontuação, escore, nota
  • σκορβούτο στα πορτογαλικά - escorbuto, o escorbuto, scurvy, do escorbuto
  • σκοτίζομαι στα πορτογαλικά - nocividade, incomodar, molestar, importunar, preocupar, incômodo, incomoda, ...
  • σκοτεινός στα πορτογαλικά - sombrio, penhorar, escuridão, obscuro, obrigar, nebuloso, desagradável, ...
Τυχαίες λέξεις
Σκορπίζω στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: desamontoar, amedrontar, espargir, sacuda, sacudir, agitar fora, esvaziar, sacudir a