Eenvoudig στα ελληνικά
Μετάφραση: eenvoudig, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κάμπος, απλός, προφανής, σκέτος, εναργής, σκέτο, στοιχειώδης, πεδιάδα, απλούς, απλή, απλό, απλά
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- eentonig στα ελληνικά - μονότονος, μονότονη, μονότονο, μονότονα, μονότονες
- eenvoud στα ελληνικά - απλότητα, απλότητας, την απλότητα, απλούστευσης, η απλότητα
- eenzaam στα ελληνικά - ασυντρόφευτος, απόκοσμος, μόνος, μοναχικός, μοναχός, πέλμα, μόνο, ...
- eenzaamheid στα ελληνικά - μοναξιά, εγκατάλειψη, μοναξιάς, τη μοναξιά, η μοναξιά, της μοναξιάς
Τυχαίες λέξεις
Eenvoudig στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κάμπος, απλός, προφανής, σκέτος, εναργής, σκέτο, στοιχειώδης, πεδιάδα, απλούς, απλή, απλό, απλά
Μεταφράσεις: κάμπος, απλός, προφανής, σκέτος, εναργής, σκέτο, στοιχειώδης, πεδιάδα, απλούς, απλή, απλό, απλά