Συλλογισμός στα ολλανδικά
Μετάφραση: συλλογισμός, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
redenering, motivering, redeneren, redenering van, de redenering
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: συλλογισμός
συλλογισμόσ ετυμολογια, συλλογισμόσ αριστοτέλησ, συλλογισμός english, συλλογισμός ορισμός, αριθμητικόσ συλλογισμόσ, συλλογισμός λεξικό γλώσσας ολλανδικά, συλλογισμός στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- συλλογικά στα ολλανδικά - collectief, gezamenlijk, samen, collectieve
- συλλογικός στα ολλανδικά - gemeenschappelijk, collectief, collectieve, de collectieve, gezamenlijke, voor collectieve
- συλλογιστικός στα ολλανδικά - syllogistical
- συλλυπητήρια στα ολλανδικά - rouwbeklag, rouwbeklagruimte, condoleance, medeleven, condoleanceregister
Τυχαίες λέξεις
Συλλογισμός στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: redenering, motivering, redeneren, redenering van, de redenering
Μεταφράσεις: redenering, motivering, redeneren, redenering van, de redenering