Συλλογισμός στα πολωνικά
Μετάφραση: συλλογισμός, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
argumentacja, rozumowanie, wywód, sylogizm, wnioskowanie, uzasadnienie, rozumowania, uzasadnienia
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: συλλογισμός
συλλογισμόσ ετυμολογια, συλλογισμόσ αριστοτέλησ, συλλογισμός english, συλλογισμός ορισμός, αριθμητικόσ συλλογισμόσ, συλλογισμός λεξικό γλώσσας πολωνικά, συλλογισμός στα πολωνικά
Μεταφράσεις
- συλλογικά στα πολωνικά - wspólnie, zbiorowo, łącznie, zbiorczo, kolektywnie
- συλλογικός στα πολωνικά - zbiorowy, grupowy, kolegialny, zbiorczy, kolektywny, kolektyw, gremialny, ...
- συλλογιστικός στα πολωνικά - wnioskowanie, argumentacja, wywód, rozumowanie, syllogistical
- συλλυπητήρια στα πολωνικά - współczucie, ubolewanie, kondolencje, kondolencyjna, condolence, kondolencji, kondolencyjnej
Τυχαίες λέξεις
Συλλογισμός στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: argumentacja, rozumowanie, wywód, sylogizm, wnioskowanie, uzasadnienie, rozumowania, uzasadnienia
Μεταφράσεις: argumentacja, rozumowanie, wywód, sylogizm, wnioskowanie, uzasadnienie, rozumowania, uzasadnienia