Συλλογισμός στα ουγγρικά
Μετάφραση: συλλογισμός, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
szillogizmus, okfejtés, érvelés, indokolás, érvelést, indokolása, érvelése
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: συλλογισμός
συλλογισμόσ ετυμολογια, συλλογισμόσ αριστοτέλησ, συλλογισμός english, συλλογισμός ορισμός, αριθμητικόσ συλλογισμόσ, συλλογισμός λεξικό γλώσσας ουγγρικά, συλλογισμός στα ουγγρικά
Μεταφράσεις
- συλλογικά στα ουγγρικά - együttesen, kollektíven, közösen, kollektív, együtt
- συλλογικός στα ουγγρικά - kollektíva, kollektív, a kollektív, közös, csoportos, együttes
- συλλογιστικός στα ουγγρικά - érvelés, okfejtés, syllogistical
- συλλυπητήρια στα ουγγρικά - részvétnyilvánítás, részvét, részvétnyilvánítási, részvétnyilvánító, részvétünket
Τυχαίες λέξεις
Συλλογισμός στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: szillogizmus, okfejtés, érvelés, indokolás, érvelést, indokolása, érvelése
Μεταφράσεις: szillogizmus, okfejtés, érvelés, indokolás, érvelést, indokolása, érvelése