Συλλογιστικός στα ολλανδικά

Μετάφραση: συλλογιστικός, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
syllogistical
Συλλογιστικός στα ολλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: συλλογιστικός

συλλογιστικός λεξικό γλώσσας ολλανδικά, συλλογιστικός στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • συλλογικός στα ολλανδικά - gemeenschappelijk, collectief, collectieve, de collectieve, gezamenlijke, voor collectieve
  • συλλογισμός στα ολλανδικά - redenering, motivering, redeneren, redenering van, de redenering
  • συλλυπητήρια στα ολλανδικά - rouwbeklag, rouwbeklagruimte, condoleance, medeleven, condoleanceregister
  • συμβάν στα ολλανδικά - gebeurtenis, evenement, geval, voorval, event
Τυχαίες λέξεις
Συλλογιστικός στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: syllogistical