Συλλογιστικός στα πολωνικά

Μετάφραση: συλλογιστικός, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wnioskowanie, argumentacja, wywód, rozumowanie, syllogistical
Συλλογιστικός στα πολωνικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: συλλογιστικός

συλλογιστικός λεξικό γλώσσας πολωνικά, συλλογιστικός στα πολωνικά

Μεταφράσεις

  • συλλογικός στα πολωνικά - zbiorowy, grupowy, kolegialny, zbiorczy, kolektywny, kolektyw, gremialny, ...
  • συλλογισμός στα πολωνικά - argumentacja, rozumowanie, wywód, sylogizm, wnioskowanie, uzasadnienie, rozumowania, ...
  • συλλυπητήρια στα πολωνικά - współczucie, ubolewanie, kondolencje, kondolencyjna, condolence, kondolencji, kondolencyjnej
  • συμβάν στα πολωνικά - wystąpienie, zdarzenie, występowanie, przypadek, wydarzenie, traf, wypadek, ...
Τυχαίες λέξεις
Συλλογιστικός στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: wnioskowanie, argumentacja, wywód, rozumowanie, syllogistical