Συμβόλαιο στα ολλανδικά

Μετάφραση: συμβόλαιο, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
contract, overeenkomst, verbintenis, opdracht, aanbesteding
Συμβόλαιο στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: συμβόλαιο

συμβόλαιο τιμής μεταξύ μητέρας και παιδιού, συμβόλαιο w, συμβόλαιο θανάτου, συμβόλαιο εργασίας, συμβόλαιο μέσι, συμβόλαιο λεξικό γλώσσας ολλανδικά, συμβόλαιο στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • συμβουλεύω στα ολλανδικά - verdediger, raad, opperen, bekendmaken, voorspreker, suggereren, raadgeving, ...
  • συμβούλιο στα ολλανδικά - raad, concilie, de Raad, gemeente, van de Raad
  • συμμέτοχος στα ολλανδικά - deelnemer, deelnemers, deelgenoot
  • συμμαχία στα ολλανδικά - verbond, bondgenootschap, alliantie, Alliance, de alliantie
Τυχαίες λέξεις
Συμβόλαιο στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: contract, overeenkomst, verbintenis, opdracht, aanbesteding