Σύμβαση στα ολλανδικά

Μετάφραση: σύμβαση, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
congres, overeenkomst, contract, opdracht, aanbesteding
Σύμβαση στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: σύμβαση

σύμβαση παροχής υπηρεσιών, σύμβαση για τα δικαιώματα του παιδιού, σύμβαση εργασίας, σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου, σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, σύμβαση λεξικό γλώσσας ολλανδικά, σύμβαση στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • σύκα στα ολλανδικά - afbeelding, vijg, vijgen, fig, figuren, vijgenbomen, de fig
  • σύλληψη στα ολλανδικά - verzinsel, bedenksel, aanhouding, uitvinding, hechtenis, vrees, arrest, ...
  • σύμβολο στα ολλανδικά - symbool, zinnebeeld, figuur, plaat, prent, voorstelling, afbeelding, ...
  • σύμβουλος στα ολλανδικά - raadsman, raadgever, adviseur, mentor, advisor, adviseur van
Τυχαίες λέξεις
Σύμβαση στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: congres, overeenkomst, contract, opdracht, aanbesteding