Σύμβαση στα ουκρανικά
Μετάφραση: σύμβαση, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
договір, угода, звичай, скликання, умовність, контракт
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: σύμβαση
σύμβαση παροχής υπηρεσιών, σύμβαση για τα δικαιώματα του παιδιού, σύμβαση εργασίας, σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου, σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, σύμβαση λεξικό γλώσσας ουκρανικά, σύμβαση στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- σύκα στα ουκρανικά - стан, настрій, інжир, наряд, прикрашувати
- σύλληψη στα ουκρανικά - концепція, розуміння, сприйнятливість, запліднення, кмітливість, задум, поняття, ...
- σύμβολο στα ουκρανικά - символ, візерунковий, особа, візерунчастий, ікона, особу, позначення, ...
- σύμβουλος στα ουκρανικά - радник, вожатий, консультанте, адвокат, консультант, адвокате, вихователь
Τυχαίες λέξεις
Σύμβαση στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: договір, угода, звичай, скликання, умовність, контракт
Μεταφράσεις: договір, угода, звичай, скликання, умовність, контракт