Σύνοψη στα ολλανδικά
Μετάφραση: σύνοψη, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
verkorting, afkorting, overzicht, beknopt, Samenvatting, summiere, Korte beschrijving
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: σύνοψη
σύνοψη τησ πολιτιστικήσ βιομηχανίασ, σύνοψη λεξικο, σύνοψη υποχρεώσεων κατόχων άδειας κυκλοφορίας, σύνοψη της νομοθεσίας της εε, σύνοψη σεναρίου, σύνοψη λεξικό γλώσσας ολλανδικά, σύνοψη στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- σύνολο στα ολλανδικά - algeheel, heel, vol, volkomen, kern, summa, volledig, ...
- σύνορο στα ολλανδικά - perk, walkant, grens, wal, band, rand, kant, ...
- σύνταγμα στα ολλανδικά - grondwet, samenstelling, constitutie, regiment, Constitution, statuten
- σύνταξη στα ολλανδικά - pensioen, syntaxis, zinsbouw, syntax, de syntaxis
Τυχαίες λέξεις
Σύνοψη στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: verkorting, afkorting, overzicht, beknopt, Samenvatting, summiere, Korte beschrijving
Μεταφράσεις: verkorting, afkorting, overzicht, beknopt, Samenvatting, summiere, Korte beschrijving