Ταχυδρόμος στα ολλανδικά
Μετάφραση: ταχυδρόμος, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
brievenbesteller, postbode, postbeambte, postman, de postbode, post bode
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ταχυδρόμος
ταχυδρόμος καβάλας, ταχυδρόμος γράμμα ringtone, ταχυδρόμος περιοδικό, ταχυδρόμος βόλου, ταχυδρόμοσ τησ πάφου, ταχυδρόμος λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ταχυδρόμος στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- ταχυδρομικός στα ολλανδικά - post-, post, post te, posterijen, postal
- ταχυδρομώ στα ολλανδικά - versturen, werkkring, verzenden, baan, betrekking, wachtpost, opsturen, ...
- ταχύτητα στα ολλανδικά - vaart, kamrad, radheid, spoed, vlugheid, snelheid, vaartje, ...
- ταύρος στα ολλανδικά - stier, bul, Bull, de Stier, stieren
Τυχαίες λέξεις
Ταχυδρόμος στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: brievenbesteller, postbode, postbeambte, postman, de postbode, post bode
Μεταφράσεις: brievenbesteller, postbode, postbeambte, postman, de postbode, post bode