Τεχνική στα ολλανδικά

Μετάφραση: τεχνική, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
bekwaamheid, techniek, techniek die, technieken, methode
Τεχνική στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: τεχνική

τεχνική ολυμπιακή, τεχνική ντεκουπάζ, τεχνική alexander, τεχνική υποστήριξη οτε, τεχνική στήριξη, τεχνική λεξικό γλώσσας ολλανδικά, τεχνική στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • τεχνητός στα ολλανδικά - gemaakt, nagemaakt, kunstmatig, gewrongen, gekunsteld, kunstmatige, artificiële, ...
  • τεχνικά στα ολλανδικά - technisch, technische, de technische, van technische, techniek
  • τεχνοκρατία στα ολλανδικά - technocratie, technocracy, de technocratie, technocratische, technocratie die
  • τεχνολογία στα ολλανδικά - technologie, techniek, technologische, de technologie
Τυχαίες λέξεις
Τεχνική στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: bekwaamheid, techniek, techniek die, technieken, methode