Bekwaamheid στα ελληνικά

Μετάφραση: bekwaamheid, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εξουσία, κύρος, τεχνική, ικανότητα, δύναμη, δυνατότητα, ικανότητά, την ικανότητα, την ικανότητά
Bekwaamheid στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • bekronen στα ελληνικά - κορώνα, κορόνα, στέμμα, θήκη, στεφάνι, κόμης, κορώνας
  • bekwaam στα ελληνικά - προχωρημένος, επιδέξιος, ικανός, καλός, έξυπνος, εμπειρογνώμων, εμπειρογνώμονας, ...
  • bel στα ελληνικά - κουδούνι, καμπάνα, καμπάνας, κώδωνα, κουδουνιού
  • belabberd στα ελληνικά - κακόμοιρος, πενιχρός, χαμηλός, ταπεινός, χάλια, ελεεινός, άθλιος, ...
Τυχαίες λέξεις
Bekwaamheid στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εξουσία, κύρος, τεχνική, ικανότητα, δύναμη, δυνατότητα, ικανότητά, την ικανότητα, την ικανότητά