Τολμηρός στα ολλανδικά

Μετάφραση: τολμηρός, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
ondernemend, zwierig, onstuimige, stormen, dashing, stormende
Τολμηρός στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: τολμηρός

τολμηρός χειροπρακτικός έγινε σταρ στο youtube χάρη στη διαφήμιση του (video), τολμηρός αγγλικά, τολμηρός στα αγγλικά, τολμηρός συνώνυμα, τολμηρός χειροπρακτικός έγινε σταρ στο youtube χάρη στη διαφήμισή του, τολμηρός λεξικό γλώσσας ολλανδικά, τολμηρός στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • τοκετός στα ολλανδικά - bevalling, de bevalling, geboorte, de geboorte, bevallingen
  • τοκογλύφος στα ολλανδικά - woekeraar, een woekeraar, woekeraar te, woekerstaten, woekeraarster
  • τολμώ στα ολλανδικά - aandurven, durven, durf, durft, durfde
  • τολύπη στα ολλανδικά - poef, pof, vlok, schilfer, flake, vlokken, vlok van
Τυχαίες λέξεις
Τολμηρός στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: ondernemend, zwierig, onstuimige, stormen, dashing, stormende