Τροφοδοσία στα ολλανδικά
Μετάφραση: τροφοδοσία, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
catering, horeca, vakantiewoning, vakantiewoningen, vakantiehuis
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: τροφοδοσία
τροφοδοσία χώρων μαζικής εστίασης, τροφοδοσία πλοίων, τροφοδοσία με μπουκάλι, τροφοδοσία με σιρόπι, τροφοδοσία ξενοδοχείων, τροφοδοσία λεξικό γλώσσας ολλανδικά, τροφοδοσία στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- τροφαντός στα ολλανδικά - dik, lijvig, trofantos
- τροφικός στα ολλανδικά - voedzaam, voedend, voedingswaarde, voedende, voedzame
- τροφοδοτώ στα ολλανδικά - nuttigen, bikken, voer, brandstof, gebruiken, eten, stookmateriaal, ...
- τροφοδότης στα ολλανδικά - cateraar, traiteur, catering, traiteur van, caterer
Τυχαίες λέξεις
Τροφοδοσία στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: catering, horeca, vakantiewoning, vakantiewoningen, vakantiehuis
Μεταφράσεις: catering, horeca, vakantiewoning, vakantiewoningen, vakantiehuis