Τροφοδοσία στα σουηδικά
Μετάφραση: τροφοδοσία, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
catering, självhushåll, Servering, restaurangbranschen
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: τροφοδοσία
τροφοδοσία χώρων μαζικής εστίασης, τροφοδοσία πλοίων, τροφοδοσία με μπουκάλι, τροφοδοσία με σιρόπι, τροφοδοσία ξενοδοχείων, τροφοδοσία λεξικό γλώσσας σουηδικά, τροφοδοσία στα σουηδικά
Μεταφράσεις
- τροφαντός στα σουηδικά - korpulent, trofantos
- τροφικός στα σουηδικά - närande, nutritive, närings, näringsvärde, näringsmässiga
- τροφοδοτώ στα σουηδικά - mata, fodra, bränsle, stoke, i Stoke, till Stoke, Fylla på med bränsle, ...
- τροφοδότης στα σουηδικά - matleverantör, caterer, cateringfirman, catereren, cateringfirma
Τυχαίες λέξεις
Τροφοδοσία στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: catering, självhushåll, Servering, restaurangbranschen
Μεταφράσεις: catering, självhushåll, Servering, restaurangbranschen