Τροφοδοσία στα ρωσικά

Μετάφραση: τροφοδοσία, Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
обслуживание, общественное питание, питание, питания, Кейтеринг, питанием
Τροφοδοσία στα ρωσικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: τροφοδοσία

τροφοδοσία χώρων μαζικής εστίασης, τροφοδοσία πλοίων, τροφοδοσία με μπουκάλι, τροφοδοσία με σιρόπι, τροφοδοσία ξενοδοχείων, τροφοδοσία λεξικό γλώσσας ρωσικά, τροφοδοσία στα ρωσικά

Μεταφράσεις

  • τροφαντός στα ρωσικά - налить, выступать, дородный, жиреть, пухленький, полнеть, разжиреть, ...
  • τροφικός στα ρωσικά - пищевой, подкрепляющий, пищеварительный, поддерживающий, питательный, питательной, питательная, ...
  • τροφοδοτώ στα ρωσικά - запасаться, фураж, прикармливать, выгон, порция, пасти, дача, ...
  • τροφοδότης στα ρωσικά - поставщик, провизии, общественного питания, выездные, поставщик провизии
Τυχαίες λέξεις
Τροφοδοσία στα ρωσικά - Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά
Μεταφράσεις: обслуживание, общественное питание, питание, питания, Кейтеринг, питанием