Τροχοπεδώ στα ολλανδικά

Μετάφραση: τροχοπεδώ, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
remmen, afremmen, rem, rem-, brake, remsysteem
Τροχοπεδώ στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: τροχοπεδώ

τροχοπεδώ λεξικό γλώσσας ολλανδικά, τροχοπεδώ στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • τροχιά στα ολλανδικά - baan, scope, bol, sfeer, oogkas, gebied, omgeving, ...
  • τροχοδρομώ στα ολλανδικά - taxi, schaats, schaatsen, vleet, Skate, de Vleet
  • τροχός στα ολλανδικά - tweewieler, wiel, aanboren, doorboren, fiets, rad, boren, ...
  • τροχόσπιτο στα ολλανδικά - kampeerwagen, karavaan, caravan, Kampeerplaats, caravans, Woonwagen
Τυχαίες λέξεις
Τροχοπεδώ στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: remmen, afremmen, rem, rem-, brake, remsysteem