Τσιμπιδάκι στα ολλανδικά

Μετάφραση: τσιμπιδάκι, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
hairgrip
Τσιμπιδάκι στα ολλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: τσιμπιδάκι

ηλεκτρικό τσιμπιδάκι, τσιμπιδάκι για τσιμπούρια, τσιμπιδάκι ριζικής αποτρίχωσης, τσιμπιδάκι φρυδιών, τσιμπιδάκι λεξικό γλώσσας ολλανδικά, τσιμπιδάκι στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • τσιμέντο στα ολλανδικά - cement, van cement, cement-
  • τσιμπίδα στα ολλανδικά - knijper, schaar, kniptang, knijptang, ijzerdraadschaar, tangen
  • τσιμπολόγημα στα ολλανδικά - knagen, knabbelen, snacken, snacking, tussendoortjes, snoepen, van Snacking
  • τσιμπώ στα ολλανδικά - steken, nijpen, pikken, borrel, tokkelen, knijpen, prikken, ...
Τυχαίες λέξεις
Τσιμπιδάκι στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: hairgrip