Υβριστικός στα ολλανδικά
Μετάφραση: υβριστικός, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
grievend, krenkend, beledigend, scheldend, hekelende
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: υβριστικός
υβριστικός συνώνυμα, υβριστικός λεξικό γλώσσας ολλανδικά, υβριστικός στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- τώρα στα ολλανδικά - wel, komaan, dadelijk, zo, thans, enfin, tegenwoordig, ...
- υαλώδης στα ολλανδικά - glazig, glasachtig, glasachtige, glazige, glassy
- υγεία στα ολλανδικά - gezondheid, de gezondheid, gezondheidszorg, gezondheid van, de gezondheid van
- υγιής στα ολλανδικά - valide, fit, gezond, gezonde, gezondheid, een gezonde
Τυχαίες λέξεις
Υβριστικός στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: grievend, krenkend, beledigend, scheldend, hekelende
Μεταφράσεις: grievend, krenkend, beledigend, scheldend, hekelende