Υβριστικός στα πολωνικά
Μετάφραση: υβριστικός, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
obelżywy, znieważający, obraźliwy
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: υβριστικός
υβριστικός συνώνυμα, υβριστικός λεξικό γλώσσας πολωνικά, υβριστικός στα πολωνικά
Μεταφράσεις
- τώρα στα πολωνικά - bieżąco, obecnie, aktualnie, zaraz, nów, teraz, odtąd, ...
- υαλώδης στα πολωνικά - szklisty, szklany, szklista, szkliste, szklistego, glassy
- υγεία στα πολωνικά - zdrowotność, zdrowie, zdrowia, zdrowotnej, zdrowotne, zdrowotnych
- υγιής στα πολωνικά - zdrowotny, zdrowy, zdrów, silny, zdrowe, zdrowych, zdrowego, ...
Τυχαίες λέξεις
Υβριστικός στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: obelżywy, znieważający, obraźliwy
Μεταφράσεις: obelżywy, znieważający, obraźliwy