Υβριστικός στα ουκρανικά

Μετάφραση: υβριστικός, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
образливий, жорстокий, негуманний, лайливий, військовий, бойовий
Υβριστικός στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: υβριστικός

υβριστικός συνώνυμα, υβριστικός λεξικό γλώσσας ουκρανικά, υβριστικός στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • τώρα στα ουκρανικά - ну, тепер, нині, зараз, негайно, сьогодні, наразі
  • υαλώδης στα ουκρανικά - порочність, скляний, шкло, скляну, скляна, склянний
  • υγεία στα ουκρανικά - достаток, життєздатність, санітарний, здоров'я, здоров'ї, здоров`я
  • υγιής στα ουκρανικά - цілющий, значний, життєздатний, моральний, здоровий, здорова, здорового, ...
Τυχαίες λέξεις
Υβριστικός στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: образливий, жорстокий, негуманний, лайливий, військовий, бойовий