Spaarzaam στα ελληνικά

Μετάφραση: spaarzaam, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φειδωλός, με φειδώ, φειδώ, ελάχιστα, λιτά, μερικώς
Spaarzaam στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • spaakbeen στα ελληνικά - ακτίνα, ακτίνας, η ακτίνα, την ακτίνα
  • spaarbekken στα ελληνικά - δεξαμενή, δεξαμενής, δοχείο, ταμιευτήρα, ρεζερβουάρ
  • spaarzaamheid στα ελληνικά - λιτότητα, λιτότης, thrift, λιτότητας, φειδώ
  • span στα ελληνικά - σπιθαμή, ζεύω, ζευγάρι, διάρκεια, βαθμονόμησης, χρονικό, διάστημα, ...
Τυχαίες λέξεις
Spaarzaam στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φειδωλός, με φειδώ, φειδώ, ελάχιστα, λιτά, μερικώς