Φρικιαστικός στα ολλανδικά

Μετάφραση: φρικιαστικός, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
gruwelijk, vreselijk, gruwelijke, afschuwelijke, verschrikkelijke
Φρικιαστικός στα ολλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: φρικιαστικός

φρικιαστικόσ τραυματισμόσ τερματοφύλακα στην ελβετία, φρικιαστικός τραυματισμός σε αγώνα της χιλής (vid), φρικιαστικός θάνατος σε ασανσέρ εταιρείας στο κέντρο της αθήνας, φρικιαστικόσ άγνωστοσ οργανισμόσ «ξεφύτρωσε» σε αυλή έπειτα από χτύπημα κεραυνού, φρικιαστικός τραυματισμός σε αγώνα της χιλής, φρικιαστικός λεξικό γλώσσας ολλανδικά, φρικιαστικός στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • φρεσκάδα στα ολλανδικά - versheid, frisheid, de versheid
  • φρεσκάρω στα ολλανδικά - toenemen, opfrissen, verversen, aanwakkeren, verfrissen, Vernieuwen, refresh
  • φρικιό στα ολλανδικά - gril, Freak, buitenissig, Buitenissige, weerbeeld
  • φρικτός στα ολλανδικά - afschuwelijk, ijselijk, afgrijselijk, verschrikkelijk, vreselijk, gruwelijk, afschuwelijke
Τυχαίες λέξεις
Φρικιαστικός στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: gruwelijk, vreselijk, gruwelijke, afschuwelijke, verschrikkelijke