Φτωχά στα ολλανδικά
Μετάφραση: φτωχά, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
slecht, totaal de verkeerde, niet genoeg ruimte, genoeg ruimte, weinig
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: φτωχά
φτωχά παιδιά στην αφρική, φτωχά μέταλλα, φτωχά παιδιά, φτωχά λεξικό γλώσσας ολλανδικά, φτωχά στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- φτουρώ στα ολλανδικά - verleden, laatste, vroeger, voorgaand, later, voorafgaand, vorig, ...
- φτυάρι στα ολλανδικά - schop, scheppen, schep, opscheppen, blik, shovel, hooglepel
- φτωχαίνω στα ολλανδικά - verarmt, verarming, een verarming, verarming van, armer
- φτωχογειτονιά στα ολλανδικά - achterbuurt, sloppenwijken, krottenwijken, sloppenwijk, slums, sloppen
Τυχαίες λέξεις
Φτωχά στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: slecht, totaal de verkeerde, niet genoeg ruimte, genoeg ruimte, weinig
Μεταφράσεις: slecht, totaal de verkeerde, niet genoeg ruimte, genoeg ruimte, weinig