Χρονικά στα ολλανδικά
Μετάφραση: χρονικά, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
annalen, Annals, jaarboeken, analen, kronieken
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: χρονικά
χρονικά επιρρήματα, χρονικά μοχλας, χρονικά δράμας, χρονικά όρια εργασίας, χρονικά μεταβαλλόμενες τιμές των μέσων, χρονικά λεξικό γλώσσας ολλανδικά, χρονικά στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- χροιά στα ολλανδικά - tint, teint, gelaatskleur, huid, huidskleur, teint te
- χρονιά στα ολλανδικά - jaar
- χρονικογράφος στα ολλανδικά - kroniekschrijver, chroniqueur, chronicler, geschiedschrijver, kroniek
- χρονικό στα ολλανδικά - kroniek, Chronicle, stelt te boek, kroniek van, te boek
Τυχαίες λέξεις
Χρονικά στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: annalen, Annals, jaarboeken, analen, kronieken
Μεταφράσεις: annalen, Annals, jaarboeken, analen, kronieken