Χωρισμός στα ολλανδικά
Μετάφραση: χωρισμός, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
schifting, scheiding, afscheiding, clausuur, scheiden, gescheiden, de scheiding
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: χωρισμός
χωρισμός συνατσακη στρατής, χωρισμός ψυχολογία, χωρισμός λέξεων, χωρισμός ονειροκρίτης, χωρισμός στεφανίδου, χωρισμός λεξικό γλώσσας ολλανδικά, χωρισμός στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- χωρητικότητα στα ολλανδικά - capaciteit, vermogen, hoedanigheid, bekwaamheid, inhoud
- χωριάτης στα ολλανδικά - plattelander, landman, boer, pummel, vlegel, Boor, barbaar, ...
- χωριστά στα ολλανδικά - afzonderlijk, afgezonderd, apart, los, gescheiden, separaat
- χωριστός στα ολλανδικά - schiften, afgezonderd, afscheiden, afzonderen, afbreken, splitsen, splijten, ...
Τυχαίες λέξεις
Χωρισμός στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: schifting, scheiding, afscheiding, clausuur, scheiden, gescheiden, de scheiding
Μεταφράσεις: schifting, scheiding, afscheiding, clausuur, scheiden, gescheiden, de scheiding