Χωρισμός στα πορτογαλικά
Μετάφραση: χωρισμός, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
separar, apartar, separação, separado, dividir, de separação, a separação, separação de, separa�o
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: χωρισμός
χωρισμός συνατσακη στρατής, χωρισμός ψυχολογία, χωρισμός λέξεων, χωρισμός ονειροκρίτης, χωρισμός στεφανίδου, χωρισμός λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, χωρισμός στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- χωρητικότητα στα πορτογαλικά - poder, capacidade, capacidade de, capacidades, a capacidade, da capacidade
- χωριάτης στα πορτογαλικά - camponês, pérola, cafajeste, boor, grosseirão, rústico, caipira
- χωριστά στα πορτογαλικά - distante, separadamente, separado, em separado, separada
- χωριστός στα πορτογαλικά - apartar, sentença, sentenciar, repartir, quebrar, fender, oração, ...
Τυχαίες λέξεις
Χωρισμός στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: separar, apartar, separação, separado, dividir, de separação, a separação, separação de, separa�o
Μεταφράσεις: separar, apartar, separação, separado, dividir, de separação, a separação, separação de, separa�o