Ψευδαισθητικός στα ολλανδικά
Μετάφραση: ψευδαισθητικός, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
illusoir, denkbeeldig, illusive, ongrijpbaar, bedrieglijke
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ψευδαισθητικός
ψευδαισθητικός λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ψευδαισθητικός στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- ψευδής στα ολλανδικά - bedrieglijk, vals, verkeerd, onwaar, onjuist, loos, onecht, ...
- ψευδίζω στα ολλανδικά - lispelen, lisp, lispeel, van Lisp
- ψευδώνυμο στα ολλανδικά - alias, pseudoniem, genaamd, ook genaamd
- ψευδώς στα ολλανδικά - vals, onjuist, valse, false, true
Τυχαίες λέξεις
Ψευδαισθητικός στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: illusoir, denkbeeldig, illusive, ongrijpbaar, bedrieglijke
Μεταφράσεις: illusoir, denkbeeldig, illusive, ongrijpbaar, bedrieglijke