Ωράριο στα ολλανδικά
Μετάφραση: ωράριο, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
tijd, keer, moment, de tijd, keer dat
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ωράριο
ωράριο σούπερ μάρκετ, ωράριο ικεα, ωράριο καταστημάτων, ωράριο φαρμακείων, ωράριο καταστημάτων θεσσαλονίκη, ωράριο λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ωράριο στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- ωκεανός στα ολλανδικά - wereldzee, oceaan, de oceaan, zee, kust, op de oceaan
- ωμός στα ολλανδικά - onbehouwen, rauw, onbewerkt, petroleum, onkies, hardhandig, primitief, ...
- ωραία στα ολλανδικά - fijn, mooi, fijne, prima, boete
- ωραίος στα ολλανδικά - prachtig, vriendelijk, behaaglijk, aardig, lief, goeduitziend, schitterend, ...
Τυχαίες λέξεις
Ωράριο στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: tijd, keer, moment, de tijd, keer dat
Μεταφράσεις: tijd, keer, moment, de tijd, keer dat