Ωφέλιμος στα ολλανδικά

Μετάφραση: ωφέλιμος, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
gezond, nuttig, bruikbaar, nuttige, handig, bruikbare
Ωφέλιμος στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ωφέλιμος

ωφέλιμος συνώνυμα, ωφέλιμοσ χώροσ, ωφέλιμος λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ωφέλιμος στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • ωτακουστώ στα ολλανδικά - afluisteren, overhear, stelden, stelden ons, meeluisteren
  • ωφέλεια στα ολλανδικά - gewin, winst, pré, verdienste, voordeel, baat, utility, ...
  • ωφελώ στα ολλανδικά - baat, ofelo
  • ωχρός στα ολλανδικά - asgrauw, verbleekt, vuilgeel, wilg, waterwilg, vaalbleek, vuilgele
Τυχαίες λέξεις
Ωφέλιμος στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: gezond, nuttig, bruikbaar, nuttige, handig, bruikbare