Ώριμος στα ολλανδικά
Μετάφραση: ώριμος, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
belegen, rijp, bezonken, volwassen, rijpe, oudere, volgroeide
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ώριμος
ώριμος λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ώριμος στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- ώμος στα ολλανδικά - schouder, de schouder, schouders, schoudertas, shoulder
- ώρα στα ολλανδικά - zittingsperiode, sessie, maal, tijd, poos, keer, zitting, ...
- ώσπου στα ολλανδικά - voor, totdat, tot, tot en, tot en met
- ώχρα στα ολλανδικά - oker, okerkleurige, ocher, ochre, okergele
Τυχαίες λέξεις
Ώριμος στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: belegen, rijp, bezonken, volwassen, rijpe, oudere, volgroeide
Μεταφράσεις: belegen, rijp, bezonken, volwassen, rijpe, oudere, volgroeide