Ώριμος στα πολωνικά

Μετάφραση: ώριμος, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
dojrzewać, dojrzeć, dojrzały, wydorośleć, odstawać, starsze, dojrzałe, dojrzała, dojrzałym
Ώριμος στα πολωνικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ώριμος

ώριμος λεξικό γλώσσας πολωνικά, ώριμος στα πολωνικά

Μεταφράσεις

  • ώμος στα πολωνικά - bark, pobocze, posiłek, występ, łopatka, ramię, plecy, ...
  • ώρα στα πολωνικά - etat, terminowy, czasochłonność, termin, terminowanie, czas, obrady, ...
  • ώσπου στα πολωνικά - aż, do, dopóty, dopóki, aż do, dopiero
  • ώχρα στα πολωνικά - ochra, ugier, ochry, ocher, ochre
Τυχαίες λέξεις
Ώριμος στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: dojrzewać, dojrzeć, dojrzały, wydorośleć, odstawać, starsze, dojrzałe, dojrzała, dojrzałym