Ανεγείρω στα ουγγρικά

Μετάφραση: ανεγείρω, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
támasztok, támasszon, támaszt, feltámasztom, támaszszon
Ανεγείρω στα ουγγρικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ανεγείρω

ανεγείρω συνωνυμα, ανεγείρω λεξικο, ανεγείρω λεξικό γλώσσας ουγγρικά, ανεγείρω στα ουγγρικά

Μεταφράσεις

  • ανεβάζω στα ουγγρικά - push up, nyomja fel, fekvőtámasz, nyomja felfelé
  • ανεβαίνω στα ουγγρικά - tartó, foglalat, mászás, hátasló, emelkedés, emelkedési, mászni, ...
  • ανεγκέφαλος στα ουγγρικά - anencephalia
  • ανειλικρινής στα ουγγρικά - színlelt, tettetett, őszintétlen, őszinte, nem őszinte, hamis, az őszintétlen
Τυχαίες λέξεις
Ανεγείρω στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: támasztok, támasszon, támaszt, feltámasztom, támaszszon