Απαίτηση στα ουγγρικά
Μετάφραση: απαίτηση, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
követelmény, követelményt, követelménye, kötelezettség, követelménynek
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: απαίτηση
απαίτηση ενεργειακού πιστοποιητικού, απαίτηση εκκαθαρισμένη, απαίτηση βέβαιη και εκκαθαρισμένη, απαίτηση από συναλλαγματική παραγραφή, απαίτηση συνώνυμα, απαίτηση λεξικό γλώσσας ουγγρικά, απαίτηση στα ουγγρικά
Μεταφράσεις
- απαίσια στα ουγγρικά - rettenetesen, borzasztó, szörnyű, rettenetes, borzalmas, szörnyû
- απαίσιος στα ουγγρικά - szabálysértés, galád, borzasztó, brutális, csúnya, rémesen, iszonyú, ...
- απαγορευμένο στα ουγγρικά - tabu, tiltott, tilos, megtiltotta, megtiltották, tiltja
- απαγορεύω στα ουγγρικά - megtiltás, tilt, tiltják, ments, megtiltják, megtilthatja
Τυχαίες λέξεις
Απαίτηση στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: követelmény, követelményt, követelménye, kötelezettség, követelménynek
Μεταφράσεις: követelmény, követelményt, követelménye, kötelezettség, követelménynek