Απαίτηση στα τούρκικα
Μετάφραση: απαίτηση, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
istek, istemek, ihtiyaç, talep, gereklilik, gereksinimi, gereksinim, şartı
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: απαίτηση
απαίτηση ενεργειακού πιστοποιητικού, απαίτηση εκκαθαρισμένη, απαίτηση βέβαιη και εκκαθαρισμένη, απαίτηση από συναλλαγματική παραγραφή, απαίτηση συνώνυμα, απαίτηση λεξικό γλώσσας τούρκικα, απαίτηση στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- απαίσια στα τούρκικα - korkunç, kötü, korkunç bir, awful, berbat
- απαίσιος στα τούρκικα - korkunç, dehşetli, iğrenç, çirkin, pis kokulu, kokuşmuş, kokuşmuş bir, ...
- απαγορευμένο στα τούρκικα - yasak, yasaktır, yasaklanmıştır, yasaklanmış, haram
- απαγορεύω στα τούρκικα - yasaklamak, yasak, önlemek, engellemek, korusun, yasaklıyorum, yasakladı
Τυχαίες λέξεις
Απαίτηση στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: istek, istemek, ihtiyaç, talep, gereklilik, gereksinimi, gereksinim, şartı
Μεταφράσεις: istek, istemek, ihtiyaç, talep, gereklilik, gereksinimi, gereksinim, şartı