Αυτονομία στα ουγγρικά
Μετάφραση: αυτονομία, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
önrendelkezés, autonómia, autonómiáját, autonómiát, autonómiájának, autonómiával
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αυτονομία
αυτονομία ή βαρβαρότητα, αυτονομία παλαιών πολυκατοικιών, αυτονομία συνώνυμο, αυτονομία σχολικής μονάδας, αυτονομία θέρμανσης, αυτονομία λεξικό γλώσσας ουγγρικά, αυτονομία στα ουγγρικά
Μεταφράσεις
- αυτοματοποίηση στα ουγγρικά - automatizálás, gépesítés, automatizálási, automatika, automatizálása, az automatizálás
- αυτοματοποιώ στα ουγγρικά - Automates, Automatizálja, automaták
- αυτοπεποίθηση στα ουγγρικά - bizalom, pökhendiség, bizakodás, elbizakodottság, bizalmat, bizalmát, bizalommal, ...
- αυτοσχεδιάζω στα ουγγρικά - improvizál, improvizálni, rögtönözni, improvizálniuk, improvizálunk
Τυχαίες λέξεις
Αυτονομία στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: önrendelkezés, autonómia, autonómiáját, autonómiát, autonómiájának, autonómiával
Μεταφράσεις: önrendelkezés, autonómia, autonómiáját, autonómiát, autonómiájának, autonómiával