Εκούσια στα ουγγρικά
Μετάφραση: εκούσια, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
önként, akaratlagosan, önkéntesen, önkéntes, önkéntes alapon, szándékosan
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εκούσια
εκούσια αναγνώριση χωρίς γάμο γεννημένου τέκνου, εκούσια έξοδος εταίρου, ακούσια νοσηλεία, εκούσια αναγνώριση τέκνου, εκούσια διαδικασία, εκούσια λεξικό γλώσσας ουγγρικά, εκούσια στα ουγγρικά
Μεταφράσεις
- εκμηδενίζω στα ουγγρικά - megsemmisít, megsemmisíteni, megsemmisíteni az, megsemmisítse, megsemmisítik
- εκουσίως στα ουγγρικά - akaratlagosan, önként, önkéntesen, önkéntes, önkéntes alapon, szándékosan
- εκπέμπω στα ουγγρικά - kibocsát, bocsátanak ki, bocsát ki, bocsátanak, bocsát
- εκπίπτω στα ουγγρικά - elbukás, lehullás, hullás, tönkrejutás, apály, Ebb, hanyatlás, ...
Τυχαίες λέξεις
Εκούσια στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: önként, akaratlagosan, önkéntesen, önkéntes, önkéntes alapon, szándékosan
Μεταφράσεις: önként, akaratlagosan, önkéntesen, önkéntes, önkéntes alapon, szándékosan