Εκούσια στα πορτογαλικά
Μετάφραση: εκούσια, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
tensão, voluntariamente, voluntária, voluntário
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εκούσια
εκούσια αναγνώριση χωρίς γάμο γεννημένου τέκνου, εκούσια έξοδος εταίρου, ακούσια νοσηλεία, εκούσια αναγνώριση τέκνου, εκούσια διαδικασία, εκούσια λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, εκούσια στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- εκμηδενίζω στα πορτογαλικά - aniquilar, aniquilá, aniquilam, aniquilar a
- εκουσίως στα πορτογαλικά - tensão, voluntariamente, voluntária, voluntário
- εκπέμπω στα πορτογαλικά - transmissão, irradiar, raça, eminente, radiar, emita-se, emitir, ...
- εκπίπτω στα πορτογαλικά - cair, deduza, baixar, tirar, fiel, deduzir, descontar, ...
Τυχαίες λέξεις
Εκούσια στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: tensão, voluntariamente, voluntária, voluntário
Μεταφράσεις: tensão, voluntariamente, voluntária, voluntário