Önként στα ελληνικά
Μετάφραση: önként, Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουγγρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εκουσίως, εθελοντικά, εκούσια, οικειοθελώς, πρόθυμα, προθυμία, με προθυμία, θέλησή
Μεταφράσεις
- együttérzés στα ελληνικά - αλληλεγγύη, συμπάθεια, συμπάθειά, τη συμπάθειά, συμπάθειας, συμπαράστασή
- fukarság στα ελληνικά - τσιγγουνιά, τσιγκουνιά, μικροπρέπεια, την τσιγκουνιά, η μικροπρέπεια
- garancia στα ελληνικά - εγγύηση, εγγύησης, εγγύηση καλής λειτουργίας, της εγγύησης, την εγγύηση
- orsócsont στα ελληνικά - ακτίνα, Παρεμβαίνουν, Παρεμβαίνει, Παρεμβαίνουν οι, ακτίνων, Παρεμβαίνει ο
Τυχαίες λέξεις
Önként στα ελληνικά - Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εκουσίως, εθελοντικά, εκούσια, οικειοθελώς, πρόθυμα, προθυμία, με προθυμία, θέλησή
Μεταφράσεις: εκουσίως, εθελοντικά, εκούσια, οικειοθελώς, πρόθυμα, προθυμία, με προθυμία, θέλησή