Εξαναγκάζω στα ουγγρικά

Μετάφραση: εξαναγκάζω, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
gyártmány, márka, érvényesség, energia, megfélemlít, lerombol, juttassuk, keresztülvisz, dózerolja
Εξαναγκάζω στα ουγγρικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εξαναγκάζω

εξαναγκάζω αγγλικά, εξαναγκάζω συνώνυμα, εξαναγκάζω λεξικό γλώσσας ουγγρικά, εξαναγκάζω στα ουγγρικά

Μεταφράσεις

  • εξακριβώνω στα ουγγρικά - meggyőződik, Győződjünk meg arról, Győződjünk, Győződjünk meg
  • εξαλείφω στα ουγγρικά - megsemmisít, kitöröl, eltörölni, eltüntetése, háttérbe szorítani
  • εξαναγκασμός στα ουγγρικά - korlátozás, kényszerítés, kényszert, kényszerítést, a kényszerítést, kényszerrel
  • εξαντλημένος στα ουγγρικά - kimerült, kimerítették, kimerítette, kimerültek, kimerül
Τυχαίες λέξεις
Εξαναγκάζω στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: gyártmány, márka, érvényesség, energia, megfélemlít, lerombol, juttassuk, keresztülvisz, dózerolja