Érvényesség στα ελληνικά

Μετάφραση: érvényesség, Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουγγρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βία, δύναμη, εξαναγκάζω, εγκυρότητα, κύρος, ισχύος, ισχύ, ισχύς
Érvényesség στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • banális στα ελληνικά - τετριμμένος, κοινότυπο, μπανάλ, κοινότοπο, κοινότοπη
  • hely στα ελληνικά - μέρος, τόπος, τοποθετώ, τοποθεσία, θέση, τοποθεσίας, τοποθεσιών, ...
  • marhahúskonzerv στα ελληνικά - νταής, θρασύδειλος, παστό βοδινό, corned beef, διαφόρων παρτίδων corned beef, παρτίδων corned beef, κορν μπιφ
  • meghatározó στα ελληνικά - καθοριστικός, αποφασιστικός, καθοριστική, καθοριστικό, καθοριστικές, καθοριστικοί
Τυχαίες λέξεις
Érvényesség στα ελληνικά - Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: βία, δύναμη, εξαναγκάζω, εγκυρότητα, κύρος, ισχύος, ισχύ, ισχύς