Επιβίωση στα ουγγρικά
Μετάφραση: επιβίωση, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
túlélés, túlélési, túlélését, túlélést, túlélése
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: επιβίωση
επιβίωση στη θάλασσα, επιβίωση 2012, επιβίωση στη φύση, επιβίωση συνώνυμα, επιβίωση στην πόλη, επιβίωση λεξικό γλώσσας ουγγρικά, επιβίωση στα ουγγρικά
Μεταφράσεις
- επιβάτης στα ουγγρικά - utas, személyszállítási, személyszállító, személyszállítás, utasszállító
- επιβίβαση στα ουγγρικά - beszállás, bentlakásos, a beszállás, beszállást, fedélzetre
- επιβεβαίωση στα ουγγρικά - viszontbiztosítás, felbátorítás, megerősítés, megerősítést, megerősítő, visszaigazolást, visszaigazolás
- επιβεβαιώνω στα ουγγρικά - erősítse, megerősítik, erősítse meg, megerősítéshez, megerősíti
Τυχαίες λέξεις
Επιβίωση στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: túlélés, túlélési, túlélését, túlélést, túlélése
Μεταφράσεις: túlélés, túlélési, túlélését, túlélést, túlélése