Καβουρδίζω στα ουγγρικά
Μετάφραση: καβουρδίζω, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
sült, pörkölt, sültek, a sült, roast
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: καβουρδίζω
καβουρδίζω αμύγδαλα, καβουρδίζω λεξικό γλώσσας ουγγρικά, καβουρδίζω στα ουγγρικά
Μεταφράσεις
- καβγατζής στα ουγγρικά - veszekedő, Brawler, verekedő, birkózó
- καβουράκι στα ουγγρικά - vasháromláb, kötéloszlop, bírálat, láncbak, gerendely, forgótengely, kötél, ...
- καβουρντίζω στα ουγγρικά - sült, pörkölt, pirított, pörkölve, a pörkölt
- καβούκι στα ουγγρικά - héjszerkezet, karosszérialemezek, héjazat, héj, Shell, a Shell, kagyló, ...
Τυχαίες λέξεις
Καβουρδίζω στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: sült, pörkölt, sültek, a sült, roast
Μεταφράσεις: sült, pörkölt, sültek, a sült, roast