Καβουρδίζω στα πορτογαλικά
Μετάφραση: καβουρδίζω, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
tostar, assar, torrar, assado, roast, assada, de assado, assado de
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: καβουρδίζω
καβουρδίζω αμύγδαλα, καβουρδίζω λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, καβουρδίζω στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- καβγατζής στα πορτογαλικά - gritador, brawler, brigão, briguento, Rufião
- καβουράκι στα πορτογαλικά - caranguejo, animal, Kavourakia
- καβουρντίζω στα πορτογαλικά - aguar, fritada, torrar, assar, frigir, tostar, fritar, ...
- καβούκι στα πορτογαλικά - tábua, escudo, concha, prateleira, casca, carapaça, shell
Τυχαίες λέξεις
Καβουρδίζω στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: tostar, assar, torrar, assado, roast, assada, de assado, assado de
Μεταφράσεις: tostar, assar, torrar, assado, roast, assada, de assado, assado de