Άκαρπος στα ουκρανικά
Μετάφραση: άκαρπος, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
марний, некорисний, безплідний, неплідний, невдачливий, неродючий, безплідна, безплідну
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: άκαρπος
άκαρπος πλειστηριασμός, άκαρπος λεξικό γλώσσας ουκρανικά, άκαρπος στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- άθλιος στα ουκρανικά - злидарський, вошивість, занепалий, брудний, жалюгідний, скнара, нещасний, ...
- άκαμπτος στα ουκρανικά - строгий, направо, тугий, високий, праворуч, надмірний, вексель, ...
- άκομψος στα ουκρανικά - старомодний, нескладний, незграбний, недоладний, нескладна
- άκρη στα ουκρανικά - полі, дуга, обріз, брівка, вістря, край, поле, ...
Τυχαίες λέξεις
Άκαρπος στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: марний, некорисний, безплідний, неплідний, невдачливий, неродючий, безплідна, безплідну
Μεταφράσεις: марний, некорисний, безплідний, неплідний, невдачливий, неродючий, безплідна, безплідну