Άνομος στα ουκρανικά

Μετάφραση: άνομος, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
низький, безчесний, нечестивий, беззаконний, злочинний
Άνομος στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: άνομος

άνεμος συνώνυμα, άνομος λεξικό γλώσσας ουκρανικά, άνομος στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • άνοιγμα στα ουκρανικά - заслінка, ґрати, обдумувати, народжуватись, відкриття
  • άνοιξη στα ουκρανικά - пагони, започаткувало, підхоплюватися, пружинити, весна
  • άνοστος στα ουκρανικά - слабкий, переваги, украдливий, увічливий, пестливий, чемний, невиразний, ...
  • άντληση στα ουκρανικά - усмоктування, ссання, смоктання, накачування, підготовка, накачка
Τυχαίες λέξεις
Άνομος στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: низький, безчесний, нечестивий, беззаконний, злочинний